θεσμοθετεῖον

θεσμοθετεῖον
θεσμοθετ-εῖον, τό,
A hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also [full] θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt.337d, Suid.s.v. ἄρχων.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεσμοθετείον — θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθετεῖον — hall in which the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθετείῳ — θεσμοθετεῖον hall in which the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тесмотеты — (θεσμοθέται). Из 9 афинских архонтов (см.) первые 3 носили особые имена (αρχων έπώνυμος, ά. βασιλευς, ά. πολέμαρχος), остальные же образовали коллегию из 6 лиц и назывались тесмотетами. Первые 3 архонта имели до Солона свои особые присутственные… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Тесмотеты — Связать? …   Википедия

  • θεσμοθέσιον — θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθετώ] βλ. θεσμοθετείον …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθέτιον — θεσμοθέτιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] βλ. θεσμοθετείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”